- ταρσιαίος
- -α, -ο, Ν1. ανατ. ταρσαίος2. φρ. α) «ταρσιαίος σωλήνας»(ανατ.-ιατρ.) ο πόρος που σχηματίζεται μεταξύ καθεκτικού συνδέσμου τών καμπτήρων μυών τού άκρου ποδιού και τού έσω σφυρού και από τον οποίο διέρχεται και το έσω πελματιαίο νεύροβ) «σύνδρομο ταρσιαίου σωλήνα»ιατρ. σύνδρομο που προκαλείται από την πίεση τού έσω πελματιαίου νεύρου με πόνους, παραισθησίες και έκπτωση τής αισθητικής και κινητικής λειτουργίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταρσός + κατάλ -ιαίος (πρβλ. νωτ-ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο].
Dictionary of Greek. 2013.